- παρεκτάσεως
- παρεκτάσεω̆ς , παρέκτασιςstretching outfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
είκω — εἴκω (Α) 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παραμερίζω σε ένδειξη τιμής 3. υποχωρώ, παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή 4. (για καταστάσεις) ενδίδω, υποκύπτω στις περιστάσεις 5. (με γεν.) αποχωρώ από μια θέση 6. (μτβ.) παραδίνω, αφήνω,… … Dictionary of Greek